- νέγρικος
- -η, -ο και νεγρικός, -ή, -ό[νέγρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους νέγρους («νέγρικη μουσική»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέγρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νέγρους: Νέγρικη μουσική. – Νέγρικη συνοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)